Κοινωνικό κεφάλαιο & οικονομική ανάπτυξη

Του Δημήτρη Σκάλκου

Εμπιστοσύνη και Κοινωνική Συμβίωση

Κάποτε ο Βολτέρος ρωτήθηκε εάν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού και, ο σημαντικότερος ίσως εκπρόσωπος του γαλλικού Διαφωτισμού, απάντησε: «Προσωπικά όχι. Θα ήθελα όμως να πιστεύουν η γυναίκα και ο υπηρέτης μου. Τούτο μου εξασφαλίζει λιγότερα κέρατα στο κεφάλι και περισσότερα χρήματα στο πορτοφόλι μου»

.

Πέρα από την προφανή στάση ενός συνεπούς αγνωστικιστή όπως ο Βολτέρος απέναντι στην εργαλειακή χρήση της θρησκείας, το παραπάνω σχόλιο εκφράζει τη σημασία της ύπαρξης των γενικών κανόνων ως αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη μίας αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης.

Η ύπαρξη σταθερών, γενικών και αφηρημένων, κανόνων παρέχει ένα πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει ένα βαθμό προβλεπτικότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

 Η δυνατότητα πρόβλεψης-διακρίβωσης των προθέσεων επιτρέπει την ανάπτυξη σταθερών σχέσεων -οικονομικών, κοινωνικών, διαπροσωπικών- σε βάθος χρόνου, αποτρέποντας λανθασμένους υπολογισμούς (miscalculations), που οδηγούν σε ατυχή αποτελέσματα 

Πρόκειται καθαρά για μία ορθολογική διαδικασία επεξεργασίας των διαθέσιμων επιλογών με στόχο τη μεγιστοποίηση των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων.

Τόσο ο μονοθεϊσμός (μέσα από τον προσδιορισμό-κατηγοριοποίηση των ανθρωπίνων πράξεων σε επιτρεπτές και μη) όσο και αργότερα οι πρώτες «συμβολαιακές» κοινωνικές θεωρίες Χομπς (Hobbes), Λοκ (Locke), ΡουσόRousseau)- δεν είναι -από μια άποψη- τίποτε άλλο, παρά μια συνειδητή προσπάθεια περιορισμού της αβεβαιότητας για τις αναμενόμενες (;) συμπεριφορές, της λεγόμενης «σκιάς του μέλλοντος». – ( 

Η γλώσσα, η αγορά και -για να έρθουμε στα θεσμικά οικονομικά- ακόμη και τα περιουσιακά δικαιώματα -η κατοχύρωση των οποίων συνετέλεσε στην εκβιομηχάνιση, όπως εύστοχα κατέδειξε ο Ντάγκλας ΝορθDouglass North)- αποτελούν θεσμούς που εξασφαλίζουν το απαραίτητο ποσοστό σταθερότητας και προβλεπτικότητας στην ανθρώπινη συμπεριφορά. (

Μία μαθηματική προσέγγιση των παραπάνω μας προσφέρει η γνωστή θεωρία παιγνίων (Game Theory), η οποία, στις διάφορες παραλλαγές της, αποδεικνύει ότι η επανάληψη του παιγνίου είναι ο αναγκαίος όρος για την επίτευξη αμοιβαίου, αν και όχι ισόποσου, οφέλους (win-win game), σε αντίθεση με τα παίγνια μηδενικού αθροίσματος (win-lose game).

Αντίθετα, η περιορισμένη εφαρμογή του παιγνίου ενθαρρύνει συμπεριφορές «λαθρεπιβάτη» (free rider) ή κοινώς «τζαμπατζή».

Έννοιες-κλειδιά στη παραπάνω προσέγγιση όπως η επικοινωνία (communication), η αμοιβαιότητα (reciprocity), η προσδοκία (expectation), η εμπιστοσύνη (trust), αποδίδουν την σημασία της ερμηνείας-πρόβλεψης της συμπεριφοράς των συναλλασσομένων με έναν βαθμό σχετικής ασφάλειας.

Πέρα από τις οικονομοκεντρικές θεωρήσεις- ο ρόλος της Κουλτούρας

Είναι γνωστή (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι) η συμβολή των νεοκλασσικών οικονομικών -ΦρίντμανFriedman), Στίγκλερ (Stigler), Μπέκερ (Becker)- και της θεωρίας ορθολογικής επιλογής (rational choice theory) στην κατανόηση της οικονομικής συμπεριφοράς ατόμων και ομάδων. (

Ωστόσο, οι παράγοντες που παρεμβάλλονται στην επεξεργασία των επιλογών δεν αναλύονται επαρκώς, επιβάλλοντας να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε κοινωνικές μεταβλητές, όπως η κουλτούρα.

Πρέπει να επισημανθεί πως ο προσεκτικός μελετητής εντοπίζει στο έργο του θεμελιωτή του οικονομικού φιλελευθερισμού 'Ανταμ Σμιθ (Adam Smith) τη σημασία των κοινωνικών συνηθειών (social habits) στη διαμόρφωση της οικονομικής συμπεριφοράς («The Theory of Moral Sentiments»), όπως και στο έργο του Τζον Λοκ, όπου πραγματεύεται την έννοια της φιλανθρωπίας.

O ρόλος της κουλτούρας στη μελέτη του αναπτυξιακού φαινομένου εισάγεται στη συζήτηση από τον Γκάμπριελ Όλμοντ (Gabriel Almond) και την κοινωνιολογική σχολή του Σικάγο.

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο και μάλλον απρόσφορο να αποδώσουμε με ακρίβεια τον ορισμό της έννοιας της «κουλτούρας», οι οποίοι, κατά μία μέτρηση, υπερβαίνουν τους 160. 

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κώδικα ηθικής, τη «γλώσσα του καλού και του κακού» κατά τον ΝίτσεNietzsche), μία «κληρονομική ηθική συνήθεια» για τον Φουκουγιάμα (Fukuyama), ένα «συμβολικό κεφάλαιο μέσω του οποίου επικοινωνούμε» σύμφωνα με τον σπουδαίο κοινωνικό ανθρωπολόγο Κλίφορντ ΓκέερτςClifford Geertz). ( (

Η κουλτούρα αποτελεί, σε γενικές γραμμές, τον πυρήνα του «κοινωνικού κεφαλαίου», έκφραση που, πληροφοριακά, ανήκει στην Τζέιν Τζάκομπς (Jane Jacobs). 

Αναφέρεται σε αυτό που ο Μακιαβέλι (Machiavelli) αποκαλεί «κοινωνική αρετή» (virtu civile), ή, θα μπορούσαμε να πούμε, με ένα απόθεμα καλοπροαίρετης συμπεριφοράς, που μοιάζει με αυτό που ο αμερικανός μυθιστοριογράφος Τομ Βολφ (Tom Wolfe), στο έργο του «The Bonfire of the Vanities», αποκαλεί «τράπεζα χαρών» (favor bank).

Ο  Αλέξις Ντε Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville), ο οποίος στο σημαντικό έργο του «η δημοκρατία στην Αμερική»(1835) περιγράφει, με πραγματικό θαυμασμό, το πλήθος των εθελοντικών οργανώσεων πολιτών στις ΗΠΑ, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους ενδιάμεσους θεσμούς και επισημαίνει χαρακτηριστικά πως, «η τέχνη της ένωσης (association) είναι η μητέρα της δράσης». 

Ο γνωστός αμερικανός κοινωνιολόγος Σίμορ Μάρτιν Λίπσετ (Seymour Martin Lipset) αποδίδει τα γνωρίσματα αυτά της κοινωνικής οργάνωσης των ΗΠΑ με τον όρο «αμερικανική ιδιαιτερότητα» (american exceptionalism).

Ουσιαστικά, οι θεσμοί της κοινωνίας πολιτών παρεμβάλλονται ανάμεσα στον πολίτη-ιδιώτη και το κράτος, αποτελώντας έναν «ενδιάμεσο χώρο» (middle ground), που επιτρέπει την ανάπτυξη σταθερών σχέσεων και συμβάλει στον αυτοματισμό των κοινωνικών σχέσεων.

Το 1958 ο Έντουαρντ Μπάνφιλντ (Edward Banfield) δημοσιεύει το έργο του «ηθική βάση της οπισθοδρομικής κοινωνίας», στο οποίο επιχείρησε να ερμηνεύσει την καθυστέρηση του Μοντεγκράνο, ενός μικρού χωριού στη νότια Ιταλία, με την επικράτηση της νοοτροπίας ενός οικογενειοκρατικού συστήματος που παρεμπόδιζε τη συλλογική λειτουργία, σύστημα που ο ίδιος αποκαλεί «ανήθικη οικογενειοκρατία» (amoral familism).

Οι κάτοικοι της περιοχής εμφάνιζαν παντελή αδυναμία να συνεργαστούν για το κοινωνικό όφελος περιμένοντας τα πάντα από το κράτος.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μπάνφιλντ (Banfield), στη μελέτη του με τίτλο «The Unheavenly City», ερμηνεύει με ανάλογους όρους την καθυστέρηση των μαύρων γκέτο των ΗΠΑ. 

Επιχειρώντας να συστηματοποιήσει τη προσέγγιση του Μπάνφιλντ, ο Ρόμπερτ Πούτναμ (Robert Putnam), καθηγητής διακυβέρνησης στο Χάρβαρντ, δημοσιεύει το βιβλίο του «πώς να δουλέψει η δημοκρατία-πολιτικές παραδόσεις στη σύγχρονη Ιταλία» (1993), στο οποίο μελετά τις οικονομικές επιδόσεις των είκοσι αυτοδιοικούμενων περιοχών της Ιταλίας.

Διαπιστώνει πως οι παρατηρούμενες διαφορές ανάμεσα στις περιοχές του βορρά και του νότου δεν δικαιολογούνται από τις αρχικές διαφορές των επιπέδων οικονομικής ανάπτυξης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο βορρά η οικονομική ανάπτυξη τροφοδοτείται από την ύπαρξη σημαντικού κοινωνικού κεφαλαίου, κάτι που δεν συμβαίνει στη περίπτωση του νότου.

Τα αίτια βρίσκονται στα διαφορετικά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης που αναπτύχθηκαν στις περιοχές αυτές, ήδη από τον 12ο αιώνα, όταν οι Νορμανδοί (1100 μ.Χ.) εγκαθίδρυσαν αυτόνομες δημοκρατίες στο βορρά και ένα αυταρχικό καθεστώς στο νότο. 

Έτσι, στο βορρά αναπτύχθηκαν «οριζόντιοι δεσμοί» (horizontal bonds) ανάμεσα στα άτομα, μέσα από πλήθος μικρών ενώσεων (χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κ.λπ).

Αντίθετα, στο νότο αναπτύχθηκαν «κάθετοι δεσμοί» (vertical bonds) και ιεραρχικές, αυστηρά προσδιορισμένες σχέσεις, υπό τη διαμεσολάβηση-κηδεμονία-πατρωνία (patronage) των τοπικών αξιωματούχων και των γαιοκτημόνων.

Στοιχεία αυτών των διαφορών επιβιώνουν ακόμη και σήμερα. 

Αναφερόμενος στη σύγχρονη πραγματικότητα, ο Πούτναμ υποστήριζε πως το Παλέρμο δείχνει το δρόμο στον οποίο θα πορευτεί η Μόσχα, αναφερόμενος στην κοινή, στις δύο περιοχές, απουσία θεσμών της κοινωνίας των πολιτών.

Περίπου διακόσια χρόνια αργότερα, ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας Φράνσις Φουκουγιάμα γράφει το «εμπιστοσύνη: οι κοινωνικές αρετές και η δημιουργία της ευημερίας» (1995), έργο στο οποίο όπως υποδηλώνει ο τίτλος πραγματεύεται το ρόλο της ύπαρξης του κοινωνικού κεφαλαίου.

Ο Φουκουγιάμα διακρίνει τις κοινωνίες σε κοινωνίες «χαμηλής» και «υψηλής» εμπιστοσύνης (low and high trustsocieties), ανάμεσα δηλαδή σε κοινωνίες με σημαντικό απόθεμα κοινωνικού κεφαλαίου και σε κοινωνίες με έλλειμμα.

Στις πρώτες περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την Ιαπωνία (με τον ιδιότυπο κομφουκιανισμό τους), τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, ενώ στις κοινωνίες χαμηλής εμπιστοσύνης συγκαταλέγονται η Ιταλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Κίνα.

Στις πρώτες, η ύπαρξη κοινωνικού κεφαλαίου επιτρέπει την ανάπτυξη μίας μορφής κοινοτικού καπιταλισμού (communitarian capitalism), που διευκολύνει τις συναλλαγές.

Η οικονομική σημασία της ύπαρξης σημαντικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι προφανής.

Η «αυθόρμητη κοινωνικότητα» (spontaneous sociability) μειώνει σημαντικά το κόστος των συναλλαγών (transaction costs), επιταχύνοντας τις συναλλαγές.

Αντίθετα, η έλλειψη του απαιτούμενου κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να αναπληρώνεται με άλλους τρόπους, συνηθέστερα με χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και ένα πλήθος πολύπλοκων κανονισμών και νομικών ρυθμίσεων, που ουσιαστικά αποτελούν μορφή φορολόγησης.

Ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber), στο θεμελιώδες για αυτά τα ζητήματα έργο του, επικεντρώνεται στις αρνητικές συνέπειες που έχουν ορισμένες πλευρές της κυρίαρχης κουλτούρας για τον οικονομικό μοντερνισμό-εκσυγχρονισμό. 

Στο κλασσικό πλέον έργο του «η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» (1904) ο γερμανός κοινωνιολόγος αποδεικνύει το ρόλο του προτεσταντισμού στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας.

Ακόμη, ο Βέμπερ σε ένα λιγότερο γνωστό κείμενό του με τίτλο «η θρησκείας της Κίνας» επισημαίνει τα προσκόμματα που θέτει η ισχυρή οικογένεια στην επιχειρηματική οργάνωση.

Αρκετά χρόνια αργότερα και κατά πάσα πιθανότητα αγνοώντας το παραπάνω σύγγραμμα, οι Κινέζοι κομμουνιστές επεχείρησαν από την πρώτη στιγμή (1949) να περιορίσουν την επίδραση του θεσμού της οικογένειας, σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχώς.

Στο περίφημο πια άρθρο του στο «τζόρναλ οφ ντεμόκρασι» (1995) με τον χαρακτηριστικό τίτλο «παίζοντας μόνος μπόουλινγκ», ο Πούτναμ επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα, υποστηρίζοντας ότι, η μείωση των εθελοντικών σωματείων στις ΗΠΑ συνεπάγεται την εκτόνωση της ζωτικότητας της αμερικανικής κοινωνίας πολιτών, με αρνητικές συνέπειες στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης (επισημαίνοντας την αύξηση της συμμετοχής στο άθλημα με την ταυτόχρονη μείωση των αθλητικών σωματείων). 

Οι προσεγγίσεις της οικονομικής ανάπτυξης με βάση τις θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου επιτρέπουν την ερμηνεία διαφορετικών επιπέδων.

Εξηγούν, για παράδειγμα, ως ένα βαθμό, την οικονομική καθυστέρηση των χωρών της λατινικής Αμερικής με τη μακρά παράδοση κρατισμού και την περιορισμένη κοινωνία πολιτών.

Ακόμη, μας κάνουν επιφυλακτικούς αναφορικά με τις αναπτυξιακές δυνατότητες των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, λόγω της μακράς παράδοσης αιώνων αυταρχικής διακυβέρνησης που κατέστρεψαν κάθε εστία ανάπτυξης κοινωνίας πολιτών. 

Τέλος, μας επιτρέπουν να εξηγήσουμε μία σειρά ειδικότερων και δευτερευόντων οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων, όπως π.χ. την υψηλή εγκληματικότητα και τις χαμηλές οικονομικές επιδόσεις των ισπανόφωνων μεταναστών στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με την ανάπτυξη των κοινοτήτων των Κορεατών, την ανάπτυξη της Πολωνίας όπου το κομμουνιστικό καθεστώς δεν κατάφερε να καταστρέψει την κοινωνία των πολιτών (κύρια λόγω της καθολικής παράδοσης και του ρόλου της εκκλησίας), το μεταπολεμικό ιαπωνικό οικονομικό θαύμα (με τη μακρά παράδοση των Ιαπώνων στην ομαδική εργασία).

Σε θεωρητικό επίπεδο, οι θεωρίες περί κοινωνικού κεφαλαίου αντιπαρατίθενται σε εκείνες τις κοινωνικές και οικονομικές θεωρίες που προκρίνουν τον οικονομικό συγκεντρωτισμό ως εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης και σε πολιτικό επίπεδο τον «εκ των άνω» εκσυγχρονισμό των κοινωνιών, στο βαθμό που κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πολιτιστικής παράδοσης συμβάλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

 • ανάγκες συμπληρωματικότητας στο σύστημα υγείας • Οικονομία της κοινωνικής Φροντίδας (μέριμνας) • Υπηρεσίες πρόληψης και μετανοσοκομ...