Γράφει ο Φίλιππος Μιχαλόπουλος Οικονομολόγος ΕΞΥΠΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ Στην εξαιρετικά δύσκολη εποχή που ζούμε, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.T.A.) βρίσκονται αντιμέτωποι με νέα οξύτατα προβλήματα και οφείλουν να βρουν τρόπους να ανταποκριθούν και μάλιστα αποτελεσματικά. Με τις δυσκολίες και τη δραματική πτώση των δεδομένων της ποιότητας ζωής στις ελληνικές πόλεις, το αίτημα για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης στον αστικό χώρο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.) πρέπει να αποτελεί τον κύριο εκφραστή και το βασικό εισηγητή της κοινωνικής πολιτικής και ως εκ τούτου πρέπει να εργασθεί για τη δημιουργία ενός νέου τοπίου ανάπτυξης, αξιοποιώντας σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες που προσθέτουν μεγάλο αριθμό νέων θέσεων εργασίας, είτε άμεσα, μέσα από τη δημιουργία νέων δημοτικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, είτε έμμεσα, μέσα από την υποστήριξη της λεγόμενης κοινωνικής επιχειρηματικότητας, της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι γεγονός ότι χωρίς τη δράση και τη βοήθεια της T.A. δεν είναι δυνατή η επιδιωκόμενη ανασυγκρότηση του τόπου και οι Δήμοι, παρά τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουν, είναι ο μόνος Δημόσιος Θεσμός ο οποίος εξακολουθεί να δρα γρήγορα και κατά πρακτικό τρόπο υπέρ της κοινωνικής συνοχής. Καθώς η κοινωνική οικονομία συνδέεται ή δραστηριοποιείται σχετικά με την κοινωνική ενσωμάτωση, την τοπική ανάπτυξη, τη βιώσιμη ανάπτυξη, την πρόληψη κοινωνικών ανισοτήτων, την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού και την ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου, είναι προφανές ότι η T.A. μπορεί να γίνει η δύναμη και ο βασικός θεσμός της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, η δύναμη και ο θεσμός της παραγωγικής και αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Για να καταστεί βέβαια κάτι τέτοιο εφικτό, θα πρέπει η Τ.Α. να γνωρίζει ποιες πραγματικά ανάγκες υπάρχουν, το πώς αυτές ιεραρχούνται, καθώς και ποιοί πρέπει να είναι οι αποδέκτες των πρωτοβουλιών μιας κοινωνικής πολιτικής. Οι λόγοι που μέχρι σήμερα η Τ.Α. δεν έχει συμβάλλει όσο θα έπρεπε σε αυτό το σκοπό είναι ότι, παρόλο που αναπτύσσει πρωτοβουλίες κοινωνικής πολιτικής, δε γνωρίζει σε ποιους πρέπει να τις απευθύνει, οπότε πέφτουν συνήθως στο κενό και επίσης αφήνει τεράστιο φάσμα αναγκών άθικτο, διότι οι δήμοι, δυστυχώς, δε γνωρίζουν το πραγματικό επίπεδο αναγκών και ελλείψεων. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη δεινή κατάσταση των τελευταίων ετών λόγω και της κρίσης, που οδηγεί σε έξαρση των κοινωνικών αναγκών και σε περιορισμό των διατιθέμενων πόρων, τότε προκύπτουν δύο ζητήματα. Από τη μία αποτελεί επιτακτική ανάγκη η άσκηση μίας αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής και από την άλλη, ο περιορισμός των κρατικών πόρων πρέπει να οδηγήσει στην εξεύρεση νέων μέσων και δομών για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Στόχος φυσικά δε πρέπει να είναι η προσπάθεια πρόσκαιρης ανακούφισης των αναγκών, αλλά η θεραπεία των προβλημάτων. Δε μπορούμε να εννοούμε ως κοινωνική πολιτική μόνο τη διανομή επιδομάτων, συσσιτίων, ένδυσης και δωρεάν υπηρεσιών. Για πόσο μπορεί να γίνεται αυτό; Για ένα, δύο χρόνια; Και μετά τι; Πώς οι δέκτες αυτών των απολαβών θα σταθούν στα πόδια τους και θα δρουν με ίσους όρους με τους υπόλοιπους; Και πώς μπορεί να γίνει εφικτό αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στην αυτοαπασχόληση και στην ίδρυση Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα πρέπει να εξετάσει τρόπους ενθάρρυνσης μικρών τοπικών επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας που γνωρίζουν μεγάλη διάδοση στις χώρες της Ευρώπης με διαφόρους τρόπους, όπως χορήγηση στέγης, μειωμένα δημοτικά τέλη, περιορισμό της γραφειοκρατίας κ.τ.λ. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να δοθούν κατάλληλοι χώροι ιδιοκτησίας των Δήμων για επαγγελματική χρήση και στέγαση σε κοινωνικές επιχειρήσεις και σε τοπικές Μ.Κ.Ο. ως έμμεση επιδότηση για τη διευκόλυνση της λειτουργίας τους. Παραδείγματα τέτοιων επιχειρήσεων θα μπορούσαν να ήταν:
Από αυτή την προσπάθεια δεν πρέπει να απουσιάζει φυσικά και η επιστημονική κατάρτιση. Η συνδρομή των επιστημόνων (όπως νομικών, οικονομολόγων, κοινωνιολόγων, κ.τ.λ.) είναι εξαιρετικά σημαντική για την οργάνωση τέτοιων πρωτοβουλιών και την εύρεση οικονομικών πόρων (όπως ευρωπαϊκά επιδοτούμενα προγράμματα) ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν τέτοιες επιχειρήσεις. Σπουδαιότερη, όμως, από οτιδήποτε άλλο είναι η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και η έξυπνη διαχείρισή του. Η αλληλεγγύη και η αλληλοπροσφορά είναι βασικές αξίες της κοινωνικής πολιτικής, πόσο μάλλον στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουμε, όπου φαντάζουν και ως η μόνη λύση. Σημαντικό ρόλο πρέπει να παίξουν και οι συνέργειες μεταξύ των δήμων. Οι διαδημοτικές συνεργασίες πρέπει να γίνουν πραγματικότητα ώστε να επιτευχθεί η εφαρμογή σύνθετων δράσεων κοινωνικής πολιτικής με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Πρέπει, επίσης, να γίνουν θετικές αναπτυξιακές προτάσεις από την τοπική κοινωνία, όπως για παράδειγμα η επένδυση φωτοβολταϊκών στον εκάστοτε δήμο. Καθώς η ανεργία σήμερα αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα με πολλές παρενέργειες, η αντιμετώπισή της σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης με χαριστικές παροχές είναι τουλάχιστον υπεκφυγή. Στόχος της Τ.Α. πρέπει να είναι η επανένταξη των ανέργων στην παραγωγική διαδικασία και η δημιουργία μίας δεξαμενής θέσεων εργασίας, ειδικά για τις ομάδες που πλήττονται περισσότερο, όπως οι νέοι, οι γυναίκες, τα ΑΜΕΑ, οι απολυμένοι ηλικίας 45+ κ.τ.λ. Η παροχή κινήτρων στις τοπικές επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες με στόχο την απορρόφηση ανέργων είναι δράση που πρέπει να ενταχθεί στη στρατηγική για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Επιπλέον, η δημιουργία εργαστηρίων απασχόλησης μπορεί να εξασφαλίσει επιμόρφωση και δια βίου μάθηση με απώτερο στόχο την εξασφάλιση εργασίας, την κοινωνική επανένταξη και την ηθική και οικονομική ενίσχυση των ανέργων. Μέσω μίας οργανωμένης και δυναμικής στροφής προς την αλληλέγγυα οικονομία μπορούμε να κινητοποιήσουμε την κοινωνία και να προσανατολίσουμε το ενδιαφέρον των πολιτών (και ιδίως των νέων) στην εργασία στον κοινωνικό τομέα. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας, με τη στήριξη του δήμου, φορέων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, που θα είναι οργανωμένοι σε συνεταιριστική λογική, θα έχουν σαφή στόχευση την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και θα υπόκεινται στον έλεγχο των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να ανοίξει η συζήτηση για τον πρακτικό σχεδιασμό μίας οικονομίας των αναγκών, η οποία ρητά θα επιδιώκει τη δημιουργία ενός εύρωστου οικονομικού πεδίου που δεν θα στοχεύει στο κέρδος, αλλά στην κάλυψη συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών, την αξιοπρεπή αμοιβή των εργαζομένων και τον κοινωνικό έλεγχο των επιχειρήσεων. Επομένως, καθώς η Τ.Α. διαθέτει τόσο το κύρος όσο και τους κατάλληλους πόρους, χρειάζεται να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη διάχυση της γνώσης προς όφελος του συνόλου και την ενημέρωση της κοινωνίας με όλους τους δυνατούς τρόπους, όπως:
Η οργάνωση της αλληλέγγυας οικονομίας: Ένα παράδειγμα. Έστω ότι έχουμε έναν αλληλέγγυο παιδικό σταθμό, ο οποίος θα έχει δημιουργηθεί από τους ίδιους τους παιδαγωγούς, με τη μορφή συνεταιρισμού. Κύριος στόχος του συνεταιρισμού αυτού θα είναι η υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών με προσιτό για την τοπική κοινωνία κόστος, και όχι η επίτευξη υπερκέρδους, διασφαλίζοντας παράλληλα την αξιοπρεπή αμοιβή των εργαζομένων και τη σταθερή εργασία τους. Τέλος, θα διοικείται από συλλογικό όργανο με τη συμμετοχή των εργαζομένων, των γονέων και των δήμων. Ένας τέτοιος σταθμός θα πρέπει να τυγχάνει ουσιαστικής στήριξης από τον εκάστοτε δήμο. Ακόμη κι αν ο δήμος δεν έχει στην παρούσα φάση τα χρήματα για να καλύψει το κόστος των υπηρεσιών του προκειμένου αυτές να προσφέρονται δωρεάν στους δημότες, μπορεί να συμβάλει με άλλους τρόπους στηρίζοντας ενεργά τη δημιουργία του. Για παράδειγμα, οι δήμοι μπορούν να διαθέτουν δωρεάν ή με χαμηλό μίσθωμα αναξιοποίητα ακίνητά τους, την τεχνική τους υπηρεσία για τη διαμόρφωση των κτιριακών υποδομών κ.τ.λ. Επίσης, δημιουργώντας ένα πλαίσιο συντονισμού σε παιδαγωγικά θέματα των δημοτικών και των «αλληλέγγυων» παιδικών σταθμών, διεκδικώντας παράλληλα κρατικούς πόρους ώστε μελλοντικά να καλύπτει τα έξοδα και των δύο. Με τη δημιουργία ενός δικτύου «αλληλέγγυων» παιδικών σταθμών επιτυγχάνεται:
Σε αυτή την προσπάθεια, κομβικό ρόλο οφείλει και μπορεί να έχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση μέσα από συνέργειες με κοινωνικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Επομένως, αυτό που δεν κάνει το κράτος, οφείλει να το κάνει στο μέτρο του δυνατού η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, έχει καθήκον και υποχρέωση να παρέμβει, αφού είναι εξ' ορισμού πιο κοντά στο επίπεδο της δημιουργίας των τοπικών προβλημάτων και μπορεί να αναπτύξει αποτελεσματικότερες τεχνικές και να χειριστεί καλύτερα την επίλυση των προβλημάτων κοινωνικής φύσης. Με ανάλογη λογική μπορούν να δημιουργηθούν κοινωνικοί φορείς διαφόρων ειδικοτήτων αλλά και αλληλέγγυες συνεταιριστικές επιχειρήσεις σε άλλους κλάδους (π.χ. καταστήματα, βιοτεχνίες, κατασκευαστικές εταιρίες, εταιρίες ΑΠΕ κ.τ.λ.). Φυσικά, τίποτε σ’ αυτή την πορεία δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε αυτόματο. Στο χέρι μας είναι λοιπόν να μην αφήσουμε την κρίση να μας απομονώσει και να μας αφήσει στο περιθώριο, αλλά να ανιχνεύσουμε νέους δημιουργικούς δρόμους οργάνωσης της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής. Και η Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να προσφέρει στους πολίτες που έχουν ανάγκη κοινωνική βοήθεια και να προσφέρει ένα σύνολο ολοκληρωμένων υπηρεσιών που θα στηρίζουν τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, καταπολεμώντας τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Πηγές: http://politicalreviewgr.blogspot.gr/2011/02/blog-post_28.html |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου